σκυτεύτρια

σκυτεύτρια
σκῡτ-εύτρια, , fem. of σκυτεύς, prob. in Hsch.
A s.v. πεσσύπτη.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σκυτεύτρια — ἡ, Α βλ. σκυτεύς …   Dictionary of Greek

  • πεσσύπτη — ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «σκυτεύτρια» …   Dictionary of Greek

  • σκυτεύς — ὁ, θηλ. σκυτεύτρια, Α αυτός που κατεργάζεται τα δέρματα, σκυτοτόμος, υποδηματοποιός («καὶ οἱ τέκτονες καὶ oἱ σιδηρεῑς καὶ σκυτεῑς... πάντες πολεμικὰ ὅπλα κατεσκεύαζον», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκῦτος «δέρμα, βύρσα» + κατάλ. εύς (πρβλ. βυρσ εύς)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”